Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
πήλοθεν
πηλός
πηλοφορέω
πηλώδης
πῆμα
πημαίνω
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπη
πηνέλοψ
πήνη
πηνίκα
πηνίον
πηνίσματα
πῆξα
πῆξις
πήξω
πηός
View word page
πημοσύνη
πημοσύνηηςfmisery, affliction, troubleA. E.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πημοσύνη
Headword (normalized):
πημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πημοσυνη
IDX:
32640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32641
Key:
πημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>πημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>misery, affliction, trouble</Tr><Au>A. E.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'πημοσύνη'}