Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
πέφραδε
πέφρῑκα
πεφροντισμένως
πεφυζότες
πέφῡκα
πεφῡκότως
πεφυλαγμένως
πεφυυῖα
πῃ
πῇ
πηγαῖος
πήγανον
πηγάς
Πήγασος
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
View word page
πεφυλαγμένως
πεφυλαγμένωςpf.mid.ptcpl.advsee underφυλάσσω

ShortDef

cautiously

Debugging

Headword:
πεφυλαγμένως
Headword (normalized):
πεφυλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφυλαγμενως
IDX:
32604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32605
Key:
πεφυλαγμένως

Data

{'headword_display': '<b>πεφυλαγμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεφυλαγμένως</HL><PS>pf.mid.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>φυλάσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεφυλαγμένως'}