Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
πέφηνα
πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
πέφραδε
πέφρῑκα
πεφροντισμένως
πεφυζότες
πέφῡκα
πεφῡκότως
πεφυλαγμένως
πεφυυῖα
πῃ
πῇ
πηγαῖος
πήγανον
πηγάς
View word page
πεφροντισμένως
πεφροντισμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underφροντίζω

ShortDef

carefully

Debugging

Headword:
πεφροντισμένως
Headword (normalized):
πεφροντισμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφροντισμενως
IDX:
32600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32601
Key:
πεφροντισμένως

Data

{'headword_display': '<b>πεφροντισμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεφροντισμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>φροντίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεφροντισμένως'}