Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκροβόλος
ἀκροβυστίᾱ
ἀκρόδρυα
ἀκροθῑνιάζομαι
ἀκροθῑ́νιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκροκόμος
ἀκροκώλια
ἀκρολοφίᾱ
ἀκρόλοφος
ἀκρομανής
ἄκρον
ἀκρόνυχος
ἀκρόπηλος
ἀκρόπολις
ἀκροπόλος
ἀκροπόρος
ἀκρόπτολις
ἄκρος
ἀκρόσοφος
View word page
ἀκρό-λοφος
ἀκρό-λοφοςουmλόφος hilltopPlu.

ShortDef

high-crested, peaked

Debugging

Headword:
ἀκρόλοφος
Headword (normalized):
ἀκρόλοφος
Headword (normalized/stripped):
ακρολοφος
IDX:
3259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3260
Key:
ἀκρόλοφος

Data

{'headword_display': '<b>ἀκρό-λοφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκρό-λοφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hilltop</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀκρόλοφος'}