Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
πέφηνα
πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
πέφραδε
πέφρῑκα
πεφροντισμένως
πεφυζότες
πέφῡκα
πεφῡκότως
πεφυλαγμένως
πεφυυῖα
πῃ
πῇ
View word page
πεφοβημένως
πεφοβημένωςpf.mid.pass.ptcpl.advsee underφοβέω

ShortDef

timorously

Debugging

Headword:
πεφοβημένως
Headword (normalized):
πεφοβημένως
Headword (normalized/stripped):
πεφοβημενως
IDX:
32597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32598
Key:
πεφοβημένως

Data

{'headword_display': '<b>πεφοβημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεφοβημένως</HL><PS>pf.mid.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>φοβέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεφοβημένως'}