Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
πέφηνα
πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
πέφραδε
πέφρῑκα
πεφροντισμένως
πεφυζότες
πέφῡκα
πεφῡκότως
πεφυλαγμένως
πεφυυῖα
View word page
πεφιδήσομαι
πεφιδήσομαιep.redupl.fut.mid.πεφιδόμηνep.redupl.aor.2 mid.seeφείδομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφιδήσομαι
Headword (normalized):
πεφιδήσομαι
Headword (normalized/stripped):
πεφιδησομαι
IDX:
32595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32596
Key:
πεφιδήσομαι

Data

{'headword_display': '<b>πεφιδήσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>πεφιδήσομαι<LblR>ep.redupl.fut.mid.</LblR></RefFm><RefFm>πεφιδόμην<LblR>ep.redupl.aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>φείδομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεφιδήσομαι'}