Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
πέφηνα
πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
πέφραδε
πέφρῑκα
πεφροντισμένως
πεφυζότες
View word page
πεφασμένως
πεφασμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underφαίνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφασμένως
Headword (normalized):
πεφασμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφασμενως
IDX:
32591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32592
Key:
πεφασμένως

Data

{'headword_display': '<b>πεφασμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεφασμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>φαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεφασμένως'}