Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
πέφηνα
πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
πέφραδε
View word page
πέφαργμαι
πέφαργμαιpf.pass.seeφράσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέφαργμαι
Headword (normalized):
πέφαργμαι
Headword (normalized/stripped):
πεφαργμαι
IDX:
32588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32589
Key:
πέφαργμαι

Data

{'headword_display': '<b>πέφαργμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>πέφαργμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>φράσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πέφαργμαι'}