Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
πέφηνα
πεφήσομαι
πεφιδήσομαι
πέφνον
πεφοβημένως
View word page
πέφανται
2
πέφανται
2
3pl.pf.pass.
πεφάσθαι
pf.pass.inf.
see
θείνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πέφανται
Headword (normalized):
πέφανται
Headword (normalized/stripped):
πεφανται
IDX:
32587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32588
Key:
πέφανται_2
Data
{'headword_display': '<b>πέφανται</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>πέφανται<Hm>2</Hm><LblR>3pl.pf.pass.</LblR></RefFm><RefFm>πεφάσθαι<LblR>pf.pass.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>θείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πέφανται_2'}