Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
πέφασμαι
πεφασμένως
πέφαται
View word page
πευκεδανός
πευκεδανόςή όνadjof warsharp, piercing, bitingIl.

ShortDef

destructive (?)

Debugging

Headword:
πευκεδανός
Headword (normalized):
πευκεδανός
Headword (normalized/stripped):
πευκεδανος
IDX:
32582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32583
Key:
πευκεδανός

Data

{'headword_display': '<b>πευκεδανός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πευκεδανός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of war</Indic><Tr>sharp, piercing, biting</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πευκεδανός'}