Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
πεφάσθω
View word page
πευθώ
πευθώοῦςfπεύθομαι, seeπυνθάνομαι information, newsA.

ShortDef

tidings, news

Debugging

Headword:
πευθώ
Headword (normalized):
πευθώ
Headword (normalized/stripped):
πευθω
IDX:
32579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32580
Key:
πευθώ

Data

{'headword_display': '<b>πευθώ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πευθώ</HL><Infl>οῦς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πεύθομαι</Ref>, see<Ref>πυνθάνομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>information, news</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πευθώ'}