Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
πέφανται
πέφαργμαι
View word page
πεύθομαι
πεύθομαιmid.vbseeπυνθάνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεύθομαι
Headword (normalized):
πεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
πευθομαι
IDX:
32578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32579
Key:
πεύθομαι

Data

{'headword_display': '<b>πεύθομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πεύθομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>πυνθάνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πεύθομαι'}