Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
πεφάνθαι
View word page
πεττευτικός
πεττευτικόςή όνAtt.adj of a personexpert at draughtsPl.of the artof playing draughtsPl.neut.sb.sg. and pl.draught-playingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεττευτικός
Headword (normalized):
πεττευτικός
Headword (normalized/stripped):
πεττευτικος
IDX:
32576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32577
Key:
πεττευτικός

Data

{'headword_display': '<b>πεττευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πεττευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>Att.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>expert at draughts</Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of the art</Indic><Tr>of playing draughts</Tr><Au>Pl.</Au></aS2><SGrm><GLbl>neut.sb.<Expl>sg. and pl.</Expl></GLbl><Def>draught-playing</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'πεττευτικός'}