Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
πεύκινος
πεύσομαι
View word page
πεττευτής
πεττευτήςοῦAtt.m draught-playerPl. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεττευτής
Headword (normalized):
πεττευτής
Headword (normalized/stripped):
πεττευτης
IDX:
32575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32576
Key:
πεττευτής

Data

{'headword_display': '<b>πεττευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πεττευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>Att.m</PS></HG> <nS1><Tr>draught-player</Tr><Au>Pl. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πεττευτής'}