Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
πευκάλιμος
πευκεδανός
πεύκη
View word page
πέτρωμα
πέτρωμαατοςnπετρόομαι stoningof a person, to deathE.

ShortDef

mass of stone

Debugging

Headword:
πέτρωμα
Headword (normalized):
πέτρωμα
Headword (normalized/stripped):
πετρωμα
IDX:
32573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32574
Key:
πέτρωμα

Data

{'headword_display': '<b>πέτρωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πέτρωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πετρόομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stoning<Expl>of a person, to death</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πέτρωμα'}