Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέτρᾱ
πετραῖος
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
πευκᾱ́εις
View word page
πετρο-ρριφής
πετρο-ρριφήςέςadjῥῑ́πτω of a personpelted with stonesas a punishmentE.

ShortDef

hurled from a rock

Debugging

Headword:
πετρορριφής
Headword (normalized):
πετρορριφής
Headword (normalized/stripped):
πετρορριφης
IDX:
32570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32571
Key:
πετρορριφής

Data

{'headword_display': '<b>πετρο-ρριφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πετρο-ρριφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥῑ́πτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>pelted with stones<Expl>as a punishment</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πετρορριφής'}