Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέτομαι
πέτρᾱ
πετραῖος
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
πεύθομαι
πευθώ
View word page
πετρόομαι
πετρόομαιpass.contr.vb be stonedto deathE. of a warriorbe pelted with stonesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πετρόομαι
Headword (normalized):
πετρόομαι
Headword (normalized/stripped):
πετροομαι
IDX:
32569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32570
Key:
πετρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>πετρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πετρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be stoned<Expl>to death</Expl></Tr><Au>E.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>be pelted with stones</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πετρόομαι'}