Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέτηλον
πετοῖσα
πέτομαι
πέτρᾱ
πετραῖος
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
πεττεύω
View word page
πετροβολικός
πετροβολικόςή όνadj of military enginesfor throwing rocksPlb.

ShortDef

of or for throwing stones

Debugging

Headword:
πετροβολικός
Headword (normalized):
πετροβολικός
Headword (normalized/stripped):
πετροβολικος
IDX:
32567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32568
Key:
πετροβολικός

Data

{'headword_display': '<b>πετροβολικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πετροβολικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of military engines</Indic><Tr>for throwing rocks</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πετροβολικός'}