Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέτευρον
πέτηλον
πετοῖσα
πέτομαι
πέτρᾱ
πετραῖος
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
πεττευτής
πεττευτικός
View word page
πετροβολίᾱ
πετροβολίᾱᾱςfπετροβόλος throwing of stonesat a personX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πετροβολίᾱ
Headword (normalized):
πετροβολίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πετροβολια
IDX:
32566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32567
Key:
πετροβολίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πετροβολίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πετροβολίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πετροβόλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>throwing of stones<Expl>at a person</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πετροβολίᾱ'}