Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πετάσματα
πετεινός
πέτευρον
πέτηλον
πετοῖσα
πέτομαι
πέτρᾱ
πετραῖος
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πέτρινος
πετροβολίᾱ
πετροβολικός
πετροβόλος
πετρόομαι
πετρορριφής
πέτρος
πετρώδης
πέτρωμα
πεττείᾱ
View word page
πετρ-ήρης
πετρ-ήρηςεςadjἀραρίσκω of a dwelling, ref. to a caverockyS.

ShortDef

of rock, rocky

Debugging

Headword:
πετρήρης
Headword (normalized):
πετρήρης
Headword (normalized/stripped):
πετρηρης
IDX:
32564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32565
Key:
πετρήρης

Data

{'headword_display': '<b>πετρ-ήρης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πετρ-ήρης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀραρίσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dwelling, ref. to a cave</Indic><Tr>rocky</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πετρήρης'}