Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πέρσης
Περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσιστί
περσκέθοισα
περσονομέομαι
περσονόμος
πέρσω
περτίθημι
περτρόπην
πέρυσι(ν)
περυσινός
πεσδομάχεντας
πέσδος
πέσεα
πεσεῖν
πέσημα
πέσον
πεσσεύω
πεσσοί
View word page
περτρόπην
περτρόπηνAeol.inf.seeπεριτρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περτρόπην
Headword (normalized):
περτρόπην
Headword (normalized/stripped):
περτροπην
IDX:
32537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32538
Key:
περτρόπην

Data

{'headword_display': '<b>περτρόπην</b>', 'content': '<XE><RefFm>περτρόπην<LblR>Aeol.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιτρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περτρόπην'}