Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περσέπολις
πέρσεται
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηίς
Πέρσης
Περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσιστί
περσκέθοισα
περσονομέομαι
περσονόμος
πέρσω
περτίθημι
περτρόπην
πέρυσι(ν)
περυσινός
πεσδομάχεντας
πέσδος
πέσεα
View word page
περσκέθοισα
περσκέθοισα
Aeol.fem.aor.2 ptcpl.
see
ὑπερέχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περσκέθοισα
Headword (normalized):
περσκέθοισα
Headword (normalized/stripped):
περσκεθοισα
IDX:
32532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32533
Key:
περσκέθοισα
Data
{'headword_display': '<b>περσκέθοισα</b>', 'content': '<XE><RefFm>περσκέθοισα<LblR>Aeol.fem.aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπερέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περσκέθοισα'}