Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέρρυσιν
πέρσα
Πέρσαι
περσέπολις
πέρσεται
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηίς
Πέρσης
Περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσιστί
περσκέθοισα
περσονομέομαι
περσονόμος
πέρσω
περτίθημι
περτρόπην
πέρυσι(ν)
περυσινός
View word page
Περσικός
ΠερσικόςadjΠερσίςfem.adjsee underΠέρσαι

ShortDef

Persian

Debugging

Headword:
Περσικός
Headword (normalized):
περσικός
Headword (normalized/stripped):
περσικος
IDX:
32529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32530
Key:
Περσικός

Data

{'headword_display': '<b>Περσικός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Περσικός</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>Περσίς</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Πέρσαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Περσικός'}