Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίχωρος
περιψᾱ́ω
περιψῑλόομαι
περίψῡκτος
περίψῡξις
περιωδυνίᾱ
περιώδυνος
περιωθέω
περιών
περιών
περιώνυμος
περιωπή
περιώρων
περιώσιος
περκάζω
περκαίνω
πέρκη
περκνός
πέρνημι
πέροδος
περόνᾱμα
View word page
περι-ώνυμος
περι-ώνυμοςονadjὄνομα of a personfar-famedS.lyr.fr.

ShortDef

far-famed

Debugging

Headword:
περιώνυμος
Headword (normalized):
περιώνυμος
Headword (normalized/stripped):
περιωνυμος
IDX:
32501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32502
Key:
περιώνυμος

Data

{'headword_display': '<b>περι-ώνυμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-ώνυμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄνομα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>far-famed</Tr><Au>S.<Wk>lyr.fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'περιώνυμος'}