Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιχέω
περιχορεύω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψᾱ́ω
περιψῑλόομαι
περίψῡκτος
περίψῡξις
περιωδυνίᾱ
περιώδυνος
περιωθέω
περιών
περιών
περιώνυμος
περιωπή
περιώρων
περιώσιος
περκάζω
περκαίνω
πέρκη
View word page
περι-ώδυνος
περι-ώδυνοςονadjὀδύνη of a personin extreme painD. of a fate, i.e. deathvery painfulA.

ShortDef

exceeding painful

Debugging

Headword:
περιώδυνος
Headword (normalized):
περιώδυνος
Headword (normalized/stripped):
περιωδυνος
IDX:
32497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32498
Key:
περιώδυνος

Data

{'headword_display': '<b>περι-ώδυνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-ώδυνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀδύνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>in extreme pain</Tr><Au>D.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a fate, i.e. death</Indic><Tr>very painful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιώδυνος'}