Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίχειρον
περιχέω
περιχορεύω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψᾱ́ω
περιψῑλόομαι
περίψῡκτος
περίψῡξις
περιωδυνίᾱ
περιώδυνος
περιωθέω
περιών
περιών
περιώνυμος
περιωπή
περιώρων
περιώσιος
περκάζω
περκαίνω
View word page
περιωδυνίᾱ
περιωδυνίᾱᾱςfπεριώδυνος severe painPl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιωδυνίᾱ
Headword (normalized):
περιωδυνίᾱ
Headword (normalized/stripped):
περιωδυνια
IDX:
32496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32497
Key:
περιωδυνίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>περιωδυνίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιωδυνίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>περιώδυνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>severe pain</Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιωδυνίᾱ'}