Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περιχορεύω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψᾱ́ω
περιψῑλόομαι
περίψῡκτος
περίψῡξις
περιωδυνίᾱ
περιώδυνος
περιωθέω
περιών
περιών
περιώνυμος
περιωπή
περιώρων
περιώσιος
View word page
περί-ψῡκτος
περί-ψῡκτοςονadjψῡ́χω1 of placeschillyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίψῡκτος
Headword (normalized):
περίψῡκτος
Headword (normalized/stripped):
περιψυκτος
IDX:
32494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32495
Key:
περίψῡκτος

Data

{'headword_display': '<b>περί-ψῡκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-ψῡκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψῡ́χω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>chilly</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίψῡκτος'}