Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφυτεύω
περιφύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περιχορεύω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψᾱ́ω
περιψῑλόομαι
περίψῡκτος
περίψῡξις
περιωδυνίᾱ
περιώδυνος
περιωθέω
περιών
View word page
περι-χώομαι
περι-χώομαιmid.contr.vb be enragedsts. w.dat.w. someoneoverw.gen.someoneIl.

ShortDef

to be exceeding angry about

Debugging

Headword:
περιχώομαι
Headword (normalized):
περιχώομαι
Headword (normalized/stripped):
περιχωομαι
IDX:
32489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32490
Key:
περιχώομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-χώομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-χώομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be enraged<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>over</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περιχώομαι'}