Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκριτόφυρτος
ἀκρόᾱμα
ἀκροάομαι
ἀκρόᾱσις
ἀκροᾱτήριον
ἀκροᾱτής
ἀκροᾱτικός
ἀκροβολίζομαι
ἀκροβόλισις
ἀκροβολισμός
ἀκροβολιστής
ἀκροβόλος
ἀκροβυστίᾱ
ἀκρόδρυα
ἀκροθῑνιάζομαι
ἀκροθῑ́νιον
ἀκροκελαινιάω
ἀκροκνέφαιος
ἀκροκόμος
ἀκροκώλια
ἀκρολοφίᾱ
View word page
ἀκροβολιστής
ἀκροβολιστήςοῦmshooter of long-range missilesX.

ShortDef

mounted bowman

Debugging

Headword:
ἀκροβολιστής
Headword (normalized):
ἀκροβολιστής
Headword (normalized/stripped):
ακροβολιστης
IDX:
3248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3249
Key:
ἀκροβολιστής

Data

{'headword_display': '<b>ἀκροβολιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκροβολιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>shooter of long-range missiles</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀκροβολιστής'}