Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
περιφυτεύω
περιφύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περιχορεύω
περιχώομαι
View word page
περι-φυτεύω
περι-φυτεύωvb plantw.acc.elmsrounda grave-moundIl.tm.

ShortDef

to plant round about

Debugging

Headword:
περιφυτεύω
Headword (normalized):
περιφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
περιφυτευω
IDX:
32479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32480
Key:
περιφυτεύω

Data

{'headword_display': '<b>περι-φυτεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φυτεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>plant<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>elms</Prnth>round<Expl>a grave-mound</Expl></Tr><Au>Il.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφυτεύω'}