Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
περιφυτεύω
περιφύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
View word page
περιφυγή
περιφυγήῆςfπεριφεύγω place affording a means of escaperefuge, bolt-holePlu.

ShortDef

place of refuge

Debugging

Headword:
περιφυγή
Headword (normalized):
περιφυγή
Headword (normalized/stripped):
περιφυγη
IDX:
32477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32478
Key:
περιφυγή

Data

{'headword_display': '<b>περιφυγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιφυγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>περιφεύγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>place affording a means of escape</Def><Tr>refuge, bolt-hole</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιφυγή'}