Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
περιφυτεύω
περιφύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχειλόω
View word page
περι-φρουρέομαι
περι-φρουρέομαιpass.contr.vb of occupants of a citybe blockaded all roundw.dat.by a siege-wallTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφρουρέομαι
Headword (normalized):
περιφρουρέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφρουρεομαι
IDX:
32475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32476
Key:
περιφρουρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-φρουρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φρουρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of occupants of a city</Indic><Tr>be blockaded all round</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a siege-wall<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφρουρέομαι'}