Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
περιφυτεύω
περιφύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχάρεια
View word page
περιφρόνησις
περιφρόνησιςεωςf contempt, scornw.gen.prep.phr.for someone or sthg.Plu.

ShortDef

contempt

Debugging

Headword:
περιφρόνησις
Headword (normalized):
περιφρόνησις
Headword (normalized/stripped):
περιφρονησις
IDX:
32473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32474
Key:
περιφρόνησις

Data

{'headword_display': '<b>περιφρόνησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιφρόνησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>contempt, scorn<Expl><GLbl>w.gen.<or/>prep.phr.</GLbl>for someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιφρόνησις'}