Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
περιφυτεύω
περιφύω
View word page
περίφρακτον
περίφρακτονουnπεριφράσσω place which is fenced aroundenclosurePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίφρακτον
Headword (normalized):
περίφρακτον
Headword (normalized/stripped):
περιφρακτον
IDX:
32470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32471
Key:
περίφρακτον

Data

{'headword_display': '<b>περίφρακτον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίφρακτον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>περιφράσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>place which is fenced around</Def><Tr>enclosure</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίφρακτον'}