Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
περιφυτεύω
View word page
περι-φράζομαι
περι-φράζομαιmid.vb give thought to, devisew.gen.sthg.Od.

ShortDef

to think

Debugging

Headword:
περιφράζομαι
Headword (normalized):
περιφράζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφραζομαι
IDX:
32469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32470
Key:
περιφράζομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-φράζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φράζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>give thought to, devise</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>sthg.<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφράζομαι'}