Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
περιφῡσητός
View word page
περιφραδής
περιφραδήςέςadjπεριφράζομαι of a god or humanvery cleverskilfulhHom. S. περιφραδέωςIon.advvery skilfullycarefullyHom. AR. very sensiblyref. to speakingAR.

ShortDef

very thoughtful, very careful

Debugging

Headword:
περιφραδής
Headword (normalized):
περιφραδής
Headword (normalized/stripped):
περιφραδης
IDX:
32468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32469
Key:
περιφραδής

Data

{'headword_display': '<b>περιφραδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιφραδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιφράζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a god or human</Indic><Tr>very clever<or/>skilful</Tr><Au>hHom. S.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>περιφραδέως</HL><PS>Ion.adv</PS></vHG><advS1><Tr>very skilfully<or/>carefully</Tr><Au>Hom. AR.</Au></advS1> <advS1><Tr>very sensibly</Tr><ModVb>ref. to speaking<Au>AR.</Au></ModVb></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'περιφραδής'}