Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
περίφρων
περιφυγή
View word page
περίφραγμα
περίφραγμαατοςnπεριφράσσω barricadePlu.

ShortDef

an enclosure

Debugging

Headword:
περίφραγμα
Headword (normalized):
περίφραγμα
Headword (normalized/stripped):
περιφραγμα
IDX:
32467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32468
Key:
περίφραγμα

Data

{'headword_display': '<b>περίφραγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περίφραγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>περιφράσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>barricade</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίφραγμα'}