Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφροσύνη
περιφρουρέομαι
View word page
περι-φορέω
περι-φορέωcontr.vb carry aroundfigurinesin a religious ritualHdt.

ShortDef

carry around

Debugging

Headword:
περιφορέω
Headword (normalized):
περιφορέω
Headword (normalized/stripped):
περιφορεω
IDX:
32465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32466
Key:
περιφορέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-φορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>carry around</Tr><Obj>figurines<Expl>in a religious ritual</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφορέω'}