Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
View word page
περί-φοιτος
περί-φοιτοςονadjφοιτάω of the moontravelling aroundParm. of a loverinconstantCall.epigr.

ShortDef

revolving, wandering

Debugging

Headword:
περίφοιτος
Headword (normalized):
περίφοιτος
Headword (normalized/stripped):
περιφοιτος
IDX:
32463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32464
Key:
περίφοιτος

Data

{'headword_display': '<b>περί-φοιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-φοιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φοιτάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the moon</Indic><Tr>travelling around</Tr><Au>Parm.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a lover</Indic><Tr>inconstant</Tr><Au><Wk>Call.epigr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'περίφοιτος'}