Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
περιφράσσω
περιφρονέω
View word page
περι-φοίτησις
περι-φοίτησιςεωςf travelling aboutPlu.

ShortDef

a wandering about

Debugging

Headword:
περιφοίτησις
Headword (normalized):
περιφοίτησις
Headword (normalized/stripped):
περιφοιτησις
IDX:
32462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32463
Key:
περιφοίτησις

Data

{'headword_display': '<b>περι-φοίτησις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-φοίτησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <aS1><Tr>travelling about</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιφοίτησις'}