Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτον
View word page
περί-φλοιος
περί-φλοιοςονadjφλοιός of a wooden stickwith bark intactX.

ShortDef

with bark all round

Debugging

Headword:
περίφλοιος
Headword (normalized):
περίφλοιος
Headword (normalized/stripped):
περιφλοιος
IDX:
32460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32461
Key:
περίφλοιος

Data

{'headword_display': '<b>περί-φλοιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-φλοιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φλοιός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wooden stick</Indic><Tr>with bark intact</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίφλοιος'}