Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
περίφραγμα
περιφραδής
View word page
περι-φλέγομαι
περι-φλέγομαιpass.vb of a personbe scorched all overPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφλέγομαι
Headword (normalized):
περιφλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφλεγομαι
IDX:
32458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32459
Key:
περιφλέγομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-φλέγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φλέγομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>be scorched all over</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφλέγομαι'}