Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
περιφόρητος
View word page
περι-φθείρομαι
περι-φθείρομαιpass.vb wander about wretchedlyIsoc. Lycurg. Men.

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
περιφθείρομαι
Headword (normalized):
περιφθείρομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφθειρομαι
IDX:
32456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32457
Key:
περιφθείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-φθείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φθείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wander about wretchedly</Tr><Au>Isoc. Lycurg. Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφθείρομαι'}