Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
περίφοβος
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορᾱ́
περιφορέω
View word page
περί-φημος
περί-φημοςονadjφήμη of a personvery famousArchil.

ShortDef

very famous

Debugging

Headword:
περίφημος
Headword (normalized):
περίφημος
Headword (normalized/stripped):
περιφημος
IDX:
32455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32456
Key:
περίφημος

Data

{'headword_display': '<b>περί-φημος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-φημος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φήμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>very famous</Tr><Au>Archil.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίφημος'}