Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
περιφλεύω
περίφλοιος
View word page
περι-φείδομαι
περι-φείδομαιmid.vb spare the lifew.gen.of someoneAR. Plu.

ShortDef

to spare and save

Debugging

Headword:
περιφείδομαι
Headword (normalized):
περιφείδομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφειδομαι
IDX:
32450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32451
Key:
περιφείδομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-φείδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-φείδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>spare the life</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone<Au>AR. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'περιφείδομαι'}