Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
περιφλεγής
περιφλέγομαι
View word page
περίφαντος
περίφαντοςονadj of a personin full viewS.of Salamisconspicuousfamousw.dat.in the sight of allS.

ShortDef

seen by all; famous

Debugging

Headword:
περίφαντος
Headword (normalized):
περίφαντος
Headword (normalized/stripped):
περιφαντος
IDX:
32448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32449
Key:
περίφαντος

Data

{'headword_display': '<b>περίφαντος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περίφαντος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>in full view</Tr><Au>S.</Au><aS2><Indic>of Salamis</Indic><Tr>conspicuous<or/>famous<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in the sight of all</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'περίφαντος'}