Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
περίφημος
περιφθείρομαι
View word page
περιφάνεια
περιφάνειαᾱς
Ion.περιφανείηης
fπεριφανής
clear informationw.gen.about a region, a situation, or sim.Hdt. Is. D.glaring nature, notorietyw.gen.of someone's crimesD.

ShortDef

a being seen all round: conspicuousness, notoriety

Debugging

Headword:
περιφάνεια
Headword (normalized):
περιφάνεια
Headword (normalized/stripped):
περιφανεια
IDX:
32446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32447
Key:
περιφάνεια

Data

{'headword_display': '<b>περιφάνεια</b>', 'content': "<NE><HG><HL>περιφάνεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>περιφανείη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>περιφανής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>clear information<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>about a region, a situation, or sim.</Expl></Tr><Au>Hdt. Is. D.</Au></nS1><nS1><Tr>glaring nature, notoriety<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone's crimes</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>", 'key': 'περιφάνεια'}