Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
περιφεύγω
View word page
περι-φαιδρῡ́νω
περι-φαιδρῡ́νωvb cleanse, purifyone's headw.dat.in seawaterAR.v.l. ἐπι- one's skinw. oilAR.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφαιδρῡ́νω
Headword (normalized):
περιφαιδρῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
περιφαιδρυνω
IDX:
32444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32445
Key:
περιφαιδρῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>περι-φαιδρῡ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-φαιδρῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>cleanse, purify</Tr><Obj>one's head<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in seawater</Expl><Au>AR.<LblR>v.l. <Gr>ἐπι</Gr>-</LblR></Au></Obj> <Obj>one's skin<Expl>w. oil</Expl><Au>AR.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'περιφαιδρῡ́νω'}