Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφέρω
View word page
περι-υβρίζω
περι-υβρίζωvb treatw.acc.someoneoutrageouslyHdt. Ar.show contempt forreligionPlu.pass.be treated outrageouslyHdt. Ar. Plu.

ShortDef

to treat very ill, to insult wantonly

Debugging

Headword:
περιυβρίζω
Headword (normalized):
περιυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιυβριζω
IDX:
32443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32444
Key:
περιυβρίζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-υβρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-υβρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>treat<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>outrageously</Tr><Au>Hdt. Ar.</Au><vS2><Tr>show contempt for</Tr><Obj>religion<Au>Plu.</Au></Obj></vS2><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be treated outrageously</Def><Au>Hdt. Ar. Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'περιυβρίζω'}