Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιτροπή
περίτροπος
περιτρόχαλα
περιτροχάω
περίτροχος
περιτρώγω
περιττάκις
περιττεύω
περιττολογίᾱ
περιττός
περιττότης
περίττωμα
περιτυγχάνω
περιυβρίζω
περιφαιδρῡ́νω
περιφαίνομαι
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφείδομαι
View word page
περιττότης
περιττότηςητοςAtt.f excess, extravaganceof sophistic techniquesIsoc.of a populacePlb. math.oddnessof numberPl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιττότης
Headword (normalized):
περιττότης
Headword (normalized/stripped):
περιττοτης
IDX:
32440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32441
Key:
περιττότης

Data

{'headword_display': '<b>περιττότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιττότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>Att.f</PS></HG> <nS1><Tr>excess, extravagance<Expl>of sophistic techniques</Expl></Tr><Au>Isoc.</Au><nS2><Indic>of a populace</Indic><Au>Plb.</Au></nS2></nS1> <nS1><Indic>math.</Indic><Tr>oddness<Expl>of number</Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιττότης'}